ευδιάγραπτος

ευδιάγραπτος
-η, -ο (Μ εὐδιάγραπτος, -ον)
αυτός που διαγράφεται εύκολα, τού οποίου το περίγραμμα φαίνεται καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γράφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”